- τριακοντάχρονος
- τριακοντάχρονοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακοντάχρονος — ον, Μ ο τριάντα χρόνων, τριαντάχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + χρόνος (πρβλ. πενηντά χρονος)] … Dictionary of Greek
τριακοντάχρονον — τριακοντάχρονος masc/fem acc sg τριακοντάχρονος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)